- λωτοβοσκός
- λωτοβοσκός, -όν και λωτόβοσκος, -ον (Α)αυτός που τρέφεται με λωτούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + βοσκός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λωτοβοσκός — lotus eating masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωτοβοσκόν — λωτοβοσκός lotus eating masc/fem acc sg λωτοβοσκός lotus eating neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκός — ο (AM βοσκός) αυτός που βόσκει, που τρέφει κοπάδι ζώων, ο ποιμένας (αρχ. μσν.) αρχηγός, ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. λέξη που προήλθε πιθ. με απόσπαση από προγενέστερα σύνθετα σε βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ανθο βοσκός, γηρο βοσκός, λωτο βοσκός, προ… … Dictionary of Greek
λωτός — I Κοινή ονομασία του φυτικού είδους Diospyrus kaki, της οικογένειας των εβενιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για δέντρο που φτάνει σε ύψος τα 14 μ. Χάρη στην ωραία κόμη του, με το σκούρο πράσινο, σχεδόν μεταλλικό χρώμα, εκτιμάται και ως… … Dictionary of Greek